φροντίσδω

φροντίσδω
Α
(αιολ. τ.) βλ. φροντίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φροντίζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α 1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, η, ο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”